κιβδήλου

κιβδήλου
κίβδηλος
adulterated
masc/fem/neut gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • κιβδηλιώ — κιβδηλιῶ, άω (Α) [κίβδηλος] 1. έχω όψη κίβδηλου νομίσματος 2. μτφ. γίνομαι κίτρινος, πάσχω από ίκτερο …   Dictionary of Greek

  • παραχάραξη — Η παραποίηση ή η νόθευση νομίσματος, χάρτινου ή μεταλλικού, με σκοπό να τεθεί σε κυκλοφορία ως γνήσιο, καθώς και η προμήθεια ενός τέτοιου παραποιημένου ή νοθευμένου νομίσματος για τον ίδιο σκοπό. Κατά την ελληνική νομοθεσία, το αδίκημα τιμωρείται …   Dictionary of Greek

  • Μίλερ, Άρθουρ — (Arthur Miller, Νέα Υόρκη 1915 –). Αμερικανός μυθιστοριογράφος και θεατρικός συγγραφέας. Αφού αποφοίτησε το 1938 από τη φιλολογική σχολή του πανεπιστημίου του Μίσιγκαν, ο Μ. έγραψε κομμάτια για το ραδιόφωνο, το 1944 έγραψε μια σύντομη ιστορία του …   Dictionary of Greek

  • κιβδηλία — η 1. ηιδιότητα του κίβδηλου, πλαστότητα, νοθεία: Πιάστηκε για κιβδηλία χαρτονομισμάτων. 2. δολιότητα του χαρακτήρα, ανειλικρίνεια: Η κιβδηλία του δεν έχει όρια …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”